- ένζυμο
- enzyme
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λακτάση — Ένζυμο που αποτελεί συστατικό των πεπτικών υγρών μερικών ζώων. Βρίσκεται στη νήστιδα του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου και βοηθά στην υδρόλυση του γαλακτοσακχάρου (λακτόζη) σε γλυκόζη και γαλακτόζη. Στον άνθρωπο, η έλλειψη του ενζύμου προκαλεί… … Dictionary of Greek
θρομβίνη — Ένζυμο που ανήκει στην κατηγορία των πρωτεασών και αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα πήξης του αίματος. H θ. σχηματίζεται από την ανενεργή προθρομβίνη του ήπατος, που ενεργοποιείται με τη συνδυασμένη ενέργεια της θρομβοκινάσης του αίματος, του … Dictionary of Greek
λιποξειδάση — Ένζυμο που ανήκει στις οξειδοαναγωγάσες και μπορεί να προκαλέσει την οξείδωση των πολυακόρεστων λιπαρών οξέων. Η λ. ανακαλύφθηκε το 1934 στη σόγια και αργότερα στους σπόρους άλλων φυτών καθώς και στους μυϊκούς ιστούς των ψαριών και των θηλαστικών … Dictionary of Greek
λυσοζύμη — Ένζυμο της ομάδας των υδρολασών. Καταστρέφει το κυτταρικό τοίχωμα των βακτηρίων και προκαλεί έτσι τη λύση των κυττάρων. Είναι μια πρωτεΐνη με μοριακό βάρος περίπου 14.000 και η πολυπεπτιδική της αλυσίδα, μήκους 129 αμινοξέων, είναι τυλιγμένη έτσι … Dictionary of Greek
αλδολάση — Ένζυμο της σειράς της γλυκόλυσης που καταλύει τις αντιδράσεις, στις οποίες ένας μονοσακχαρίτης με έξι άτομα άνθρακα (εξόζη) μετατρέπεται σε δύο μονοσακχαρίτες με 3 άτομα άνθρακα (τριόζες). * * * η βιοχ. λέγεται και αλδολάση τής 1, 6 διφωσφορικής… … Dictionary of Greek
αδρομάλη — Ένζυμο (αρωματική αλδεΰδη) που παρουσιάζεται σε μερικά είδη μυκήτων. Η α. μαζί με άλλες ουσίες εμποτίζει την κυτταρική μεμβράνη των φυτών και επιφέρει την αποσύνθεση του ξύλου … Dictionary of Greek
γάμμα γλουταμυλτρανσφεράση — Ένζυμο που είναι ευρέως κατανεμημένο στους ιστούς του σώματος και το οποίο εκκρίνεται στο αίμα όταν υφίσταται βλάβη ο ιστός (ειδικά ο ιστός του ήπατος) … Dictionary of Greek
ιμβερτάση — Ένζυμο που μπορεί να προκαλέσει υδρόλυση της σακχαρόζης και να σχηματίσει ισομοριακό διάλυμα γλυκόζης και φρουκτόζης (βλ. λ. ιμβερτοσάκχαρο). Βρίσκεται στις ζύμες και στα έντερα, ενώ αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά του εντερικού υγρού κ.ά. Βλ … Dictionary of Greek
πεψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο σε μορφή αδρανή, που εκκρίνουν οι αδένες του στομάχου ως πεψιγόνο και το οποίο μετατρέπεται σε π. υπό την επίδραση του υδροχλωρικού οξέος του γαστρικού υγρού και του ήδη ενεργοποιηθέντος πλάσματος του ένζυμου. Η π. σε όξινο… … Dictionary of Greek
θρυψίνη — Πρωτεολυτικό ένζυμο της τάξης των υδρολασών, που σχηματίζεται στο έντερο από την επίδραση της εντεροπεπτιδάσης (παλαιότερα γνωστή ως εντεροκινάση) στο προένζυμο θρυψινογόνο του παγκρέατος. Η θ. ανήκει στην κατηγορία των ενδοπεπτιδασών ή πρωτεασών … Dictionary of Greek
άζυμος — Ο χωρίς ζύμη, προζύμι ή ζύμωση. Στον πληθυντικό του ουδετέρου, άζυμα, νοούνται τα ψωμιά χωρίς προζύμι, όπως η λαγάνα. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ξαφνικά την Αίγυπτο, τη νύχτα της 14ης προς τη 15η του… … Dictionary of Greek